- πολυβατος
- πολύβατοςπολύ-βᾰτος2весьма посещаемый
(ἄστεος ὀμφαλόν Pind.; ἀγὼν βροτῶν Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἄστεος ὀμφαλόν Pind.; ἀγὼν βροτῶν Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πολύβατος — ον, Α 1. αυτός που έχει πατηθεί πολλές φορές 2. πολυσύχναστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βατός (< βαίνω), πρβλ. ευρύ βατος] … Dictionary of Greek
πολύβατον — πολύβατος much trodden masc/fem acc sg πολύβατος much trodden neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυβάδιστος — ον, Α πολύβατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βάδιστος (< βαδίζω), πρβλ. ταχυ βάδιστος] … Dictionary of Greek